ταγηνιστής

ταγηνιστής
ὁ, Α [ταγηνίζω]
1. αυτός που τηγανίζει
2. στον πληθ. Ταγηνισταί
τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνους, η οποία έχει χαθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”